-
1 Ἄιρος
Ἄιρος, ὁ, Odyss. l 8, 73, scherzhafte Negation des Namens Iros, Ἶρος Ἄιρος Iros der kein Iros ist, Unglücks-Iros, Apoll. Lex. Hom. 18, 16 ἐπὶ κακᾠ Ἶρος ὠνομασμένος. Vgl. Δύσπαρις Iliad. 3, 39. 13, 769, Κακοίλιος Od. 19, 260. 597. 23, 19.
-
2 ἄιρος
A Irus, unhappy Irus, Od. 18.73. -
3 Ἄῖρος
Ἄ-ῖρος ( ϝῖρος): Ἶρος Ἄῖρος, ‘Irus un-Irused,’ Od. 18.73†, cf. 6 f.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἄῖρος
-
4 Αιρος
-
5 Αιρος
-
6 Ἄιρος
См. также в других словарях:
άιρος — ἄιρος, ο (Α) (στον Όμηρο και μόνο στη φρ.) Ἶρος ἄιρος ο δυστυχισμένος, ο άμοιρος Ίρος. Με τη λ. ἄιρος γίνεται λογοπαίγνιο στο κύρ. όνομα «Ἶρος» (πρβλ. και δῶρα ἄδωρα, Δύσπαρις, Κακοΐλιος) … Dictionary of Greek
Ἄιρος — Ἄϊρος , Ἶρος an Irus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίσπαστος — ἐπίσπαστος, ον και ός, ή, όν (Α) [επισπώ) αυτός που προκλήθηκε σε κάποιον από δική του υπαιτιότητα («ἡ τάχα Ἶρος Ἄιρος ἐπίσπαστον κακὸν ἕξει», Ομ. Οδ.) 2. θηλειά γερά τραβηγμένη … Dictionary of Greek